fbpx

Φαρμακοεπαγρύπνηση: Νομική, δεοντολογική, ηθική και επιστημονική λειτουργία.

Η φαρμακοεπαγρύπνηση είναι μία, ζωτικής σημασίας κοινωνική και επιστημονική λειτουργία που συμβάλλει στην βελτίωση της ασφάλειας των φαρμακευτικών προϊόντων.

Ως  φάρμακο ορίζεται (ΠΟΥ), κάθε ουσία που χρησιμοποιείται για τη διάγνωση, την πρόληψη και θεραπεία νόσων και είναι, τα καλύτερα ελεγχόμενα,  βιομηχανικά προϊόντα. Από την σύλληψή τους, και σε κάθε στάδιο ανάπτυξης, η ασφάλεια είναι βασική προϋπόθεση για την συνέχιση της προσπάθειας.

            Η εξασφάλιση της ασφάλειας, για τον ασθενή, προϋποθέτει πειράματα τοξικότητας σε ζώα (τουλάχιστον 3 διαφορετικά είδη), στα οποία ελέγχεται η οξεία και χρόνια τοξικότητα, η γονοτοξικότητα, η εμβρυοτοξικότητα, έλεγχοι βλάβης σε όλους τους ιστούς και όργανα κλπ. Στην συνέχεια, το κάθε φάρμακο δοκιμάζεται σε υγιείς εθελοντές και σε ένα τεράστιο φάσμα δόσεων και, τέλος, εφόσον όλα είναι καλά, το φάρμακο δοκιμάζεται σε μικρή ομάδα επιλεγμένων ασθενών και σιγά-σιγά η ομάδα των ασθενών μεγαλώνει και εμπλουτίζεται μέχρι να είμαστε σχεδόν βέβαιοι ότι το φάρμακο είναι δραστικό και ασφαλές για να βγει στην κυκλοφορία. Φυσικά λεπτομέρειες (τι ακριβώς μετράται, σε ποιες χρονικές στιγμές, με τι συγκρίνεται, σε πόσο μεγάλο δείγμα κλπ) καθορίζουν την ποιότητα της μελέτης και κατ’ επέκταση του φαρμάκου.

            Και δεν σταματάμε εκεί.  Το φάρμακο για να αποζημιωθεί, επανεξετάζεται από ανεξάρτητη αρχή, ώστε να διαπιστωθεί η θεραπευτική αξία και η ασφάλειά του, σε οικονομικούς όρους, οπότε και η διείσδυσή του στον μεγάλο πληθυσμό των ασθενών γίνεται αργά και με ιδιαίτερη προσοχή.

            Όλο τον καιρό που το φάρμακο είναι στην κυκλοφορία, την ασφάλειά του παρακολουθούν οι Εθνικοί Φορείς (ΕΟΦ), μέσω μιας διαδικασίας αυτόματης αναφοράς των ανεπιθύμητων, που στη χώρα μας ονομάζουμε «κίτρινη κάρτα».  Την κίτρινη κάρτα έπρεπε να συμπληρώνει ο θεράπων ιατρός ή κάποιος άλλος λειτουργός υγείας.  Επειδή όμως παγκοσμίως υπήρχε μια «απροθυμία» αναφοράς των ανεπιθύμητων, για διάφορους λόγους, η νομοθεσία εδώ και μια πενταετία περίπου άλλαξε, και την αναφορά μπορεί και πρέπει να κάνει πλέον και ο ίδιος ο ασθενής, γονέας, άλλος συγγενής, φροντιστής κλπ. 

Η κάθε αναφορά καταχωρείται από την αρμόδια διεύθυνση του ΕΟΦ, συζητείται στο αρμόδιο επιστημονικό όργανο (επιτροπή φαρμακοεπαγρύπνησης) και παράλληλα ενημερώνεται η διεθνής βάση δεδομένων των ανεπιθύμητων ενεργειών (ADR),  που βρίσκεται στην Upsala της Σουηδίας και η PRAC (ειδική επιτροπή του ΕΜΑ για την καταγραφή και εκτίμηση των ανεπιθύμητων δράσεων).

Έτσι, με τη συλλογή όλων των ανεπιθύμητων, μπορεί να δημιουργηθεί μια στατιστική εικόνα συσχέτισης του φαρμάκου με συγκεκριμένη ανεπιθύμητη, αλλά και να εκτιμηθεί η βαρύτητα και η συχνότητα εμφάνισης της συγκεκριμένης ανεπιθύμητης δράσης.  Αν το φάρμακο κριθεί επικίνδυνο, εκδίδεται οδηγία από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, που προτείνει συγκεκριμένες δράσεις (απόσυρση, προσωρινή αναστολή, ειδική οδηγία, προσοχή σε κάποιες παραμέτρους κλπ).

Λόγω του ότι η συσχέτιση μιας ανεπιθύμητης με το φάρμακο είναι εξαιρετικά δυσχερής (και λόγω της υποκείμενης νόσου και πιθανών συνοσηροτήτων, αλλά και άλλων ταυτόχρονων θεραπειών), η τεκμηρίωση γίνεται κυρίως στατιστικώς, με τη διαδικασία που περιγράφηκε παραπάνω ενώ είναι εξαιρετικά δύσκολη η εκτίμηση σε ατομικό επίπεδο και τελείως αδύνατη από άτομα χωρίς ειδική εκπαίδευση και επιστημονικότητα.  Για παράδειγμα υπάρχουν φάρμακα που η ανεπιθύμητη εμφανίστηκε, όχι εντός του χρόνου δράσης του προϊόντος, αλλά στα τέκνα γυναικών που έλαβαν το φάρμακο κατά την κύηση (θαλιδομίδη-γέννηση παιδιών με φωκομέλεια) ή και πριν την κύηση (διαιθυλστιλβιστρόλη -εμφάνιση καρκίνου του τραχήλου της μήτρας στα θήλεα τέκνα και ηλικία 18 ετών).

Παρόλο όμως που για την διεθνή χάραξη στρατηγικής ασφάλειας το σημαντικό είναι η επεξεργασία των δεδομένων στην διεθνή βάση, η Εθνικού επιπέδου εκτίμηση είναι εξαιρετικά σημαντική. Για το λόγο αυτό συγκαλείται η ειδική επιτροπή του ΕΟΦ η οποία οφείλει να κάνει την εκτίμηση και διαχείριση κινδύνου, για άμεση εφαρμογή, και πάντα με εξαιρετική «καχυποψία».

Για την ορθή λειτουργία της φαρμακοεπαγρύπνησης, οι επιστήμονες που συμμετέχουν θα πρέπει να είναι ειδικοί στην εκτίμηση των ανεπιθύμητων δράσεων καθώς και στην δυνατότητα της εκτίμησης του φαρμακευτικού κινδύνου, ανά ασθενή και περίπτωση.  Σε όλη την Ευρώπη υπάρχει ιατρική ειδικότητα της κλινικής φαρμακολογίας που ερευνά τέτοια συμβάντα.

Η γενική αρχή που διέπει τη φαρμακοεπαγρύπνηση είναι, και σε διαφορά με την αρχή του τεκμηρίου της Αθωότητας της Δικαιοσύνης, ότι κάθε ανεπιθύμητη που συμβαίνει στο «θεραπευτικό παράθυρο» του προϊόντος, οφείλεται στο υπό εξέταση φάρμακο. Επομένως ανάλογες επιτροπές θα πρέπει να λειτουργούν με βασική προϋπόθεση την παραπάνω αρχή της ενοχής και όχι αθωότητας του φαρμάκου.

Η λειτουργία της φαρμακοεπαγρύπνησης πρέπει να γίνεται εντονότερα και με πολύ μεγαλύτερη προσοχή και διάθεση θετικής αναφοράς δυνητικών ανεπιθύμητων δράσεων, στην περίπτωση που υπάρχουν νέα προϊόντα (υπάρχει και ειδική σήμανση), ενώ ακόμα μεγαλύτερη, όταν τα προϊόντα κυκλοφορούν με «προσωρινή άδεια» ή «άδεια υπό συνθήκη», για λόγους επείγουσας κατάστασης, όπως είναι τα εμβόλια για τη COVID-19.  Οι λόγοι είναι πολλοί και κυρίως σχετίζονται με την μη ολοκλήρωση των φάσεων των κλινικών δοκιμών, ενώ δεν υπάρχει καμία εμπειρία σε σχέση με τους ειδικούς πληθυσμούς (παιδιά, έγκυοι, ανοσοκατασταλμένοι, ασθενείς με αυτοάνοσα ή φλεγμονώδη νοσήματα κλπ). Επίσης δεν υπάρχει γνώση αλληλεπίδρασης με άλλα φάρμακα, εμβόλια, τροφές ή συμπληρώματα διατροφής.

Θεωρούμε ότι η πανδημία, έχει αναδείξει πολλά προβλήματα της λειτουργίας όλων μας και πιστεύουμε ότι η πανδημία αποτελεί σημαντική ευκαιρία για ριζικές αλλαγές στις διαδικασίες, με διαφάνεια αλλά και απόλυτη αξιοκρατία προκειμένου να διαφυλαχθούν τα σημαντικά αγαθά του πολιτισμού μας.

Συνοψίζοντας, ποτέ δεν υπήρξε απόλυτα ασφαλής θεραπεία, όλα τα φάρμακα έχουν ανεπιθύμητες και πρέπει να εξατομικεύεται η αγωγή, ανά ασθενή, από τον γιατρό του και τέλος, πρέπει να αναφέρεται κάθε δυνητική ανεπιθύμητη, αλληλεπίδραση ή αστοχία φαρμάκου, άμεσα στον Εθνικό Οργανισμό, προκειμένου να γίνει ταχύτατη και «καθαρή» εκτίμηση και να υπάρξει βελτίωση της φαρμακευτικής αγωγής και της ασφάλειας των φαρμακευτικών προϊόντων για όλους μας, διότι το φάρμακο δεν αποτελεί ιδανικό προϊόν για «οπαδισμό», ποδοσφαιρική διαχείριση και κομματική ή άλλη εκμετάλλευση.

Δημήτριος Κούβελας, MD, BPharm, PhD

Καθηγητής Φαρμακολογίας & Κλινικής Φαρμακολογίας, Ιατρική Σχολή, ΑΠΘ

Επισκέπτης Καθηγητής, Κοινωνικής Φαρμακολογίας, Τμήμα Δημόσιας & Κοινοτικής Υγείας, ΠΑΔΑ